- ἐναλλοιωθῶσιν
- ἐναλλοιόωalteraor subj pass 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναλλοιώ — ἐναλλοιῶ ( όω) (AM) κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν, αλλοιώνω, μεταβάλλω, αλλάζω, τροποποιώ («μὴ ὑπὸ κόρου καὶ πλησμονῆς ἐναλλοιωθῶσιν», Δαμασκ.) … Dictionary of Greek